- υπερβατό
- το / ὑπερβατόν, ΝΑβλ. υπερβατός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υπερβατός — ή, ό / ὑπερβατός, ή, όν, ΝΜΑ [ὑπερβαίνω] 1. αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να υπερβεί, να ξεπεράσει 2. το ουδ. ως ουσ. το υπερβατό και τὸ ὑπερβατὸν (γραμμ. ρητ.) σχήμα λόγου κατά το οποίο δύο λέξεις τής πρότασης, οι οποίες συνδέονται στενά ή… … Dictionary of Greek
ρητορικά σχήματα — Καθιερωμένοι τύποι όχι κοινών γλωσσικών εκφράσεων, που έχουν σκοπό να καλλωπίζουν τον λόγο. Ως τεχνική του ωραίου γραψίματος, η ρ. διέκρινε το αντικείμενό της σε δυο χωριστές σφαίρες: την επινόηση, δηλαδή την εκλογή και τη διαδοχική σειρά των… … Dictionary of Greek
γνωσιολογία — Ο κλάδος της φιλοσοφίας που εξετάζει και επαληθεύει τους όρους της εγκυρότητας της γνώσης, τα όρια μέσα στα οποία πραγματοποιείται, τη φύση των σχέσεων μεταξύ της σκέψης και του αντικειμένου καθώς και μεταξύ της σκέψης και της αλήθειας. Τον όρο… … Dictionary of Greek
υπερβατικός — ή, ό / ὑπερβατικός, ή, όν, ΝΜΑ [ὑπερβαίνω] νεοελλ. 1. (φιλοσ.) αυτός που βρίσκεται πέρα από τα όρια τής εμπειρικής γνώσης και μπορεί να γίνει αντιληπτός μόνον στα πλαίσια τής καθαρής νόησης 2. το ουδ. ως ουσ. το υπερβατικό (φιλοσ.) ό,τι… … Dictionary of Greek
Δάντης — (Φλωρεντία 1265 – Ραβένα 1321). Εξελληνισμένος τύπος του ονόματος του Ιταλού ποιητή Ντάντε Αλιγκέρι (Dante Alighieri). Ο Δ. υπήρξε από τους επιφανέστερους εκπροσώπους της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας και συγκαταλέγεται ανάμεσα σε εκείνους τους… … Dictionary of Greek
Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης — (1ος αι. μ.Χ.). Αθηναίος, μέλος του Αρείου Πάγου. Μετά το κήρυγμα του Αποστόλου Παύλου στον Άρειο Πάγο, έγινε χριστιανός και φέρεται ως ο πρώτος επίσκοπος Αθηνών. Ο Δ. μαρτύρησε στην εποχή του Δομιτιανού. Είναι πολιούχος της Αθήνας και η μνήμη… … Dictionary of Greek
Σαρτρ, Ζαν-Πωλ — (Sartre). Γάλλος φιλόσοφος, δοκιμιογράφος και λογοτέχνης (Παρίσι 1905 1980). Είναι, μαζί με το Χάιντεγκερ και το Γιάσπερς, ο μεγαλύτερος εκπρόσωπος του νεώτερου υπαρξισμού. Γιος μηχανικού, αφού σπούδασε στην Ecole Normale Superieure, έγινε… … Dictionary of Greek
υπέρθεση — η 1. υπερημερία (βλ. λ.). 2. (γραμμ.), υπερθετικός βαθμός, η επίταση: Η υπέρθεση του «λαμπρός» είναι «πάρα πολύ λαμπρός». 3. η μετάθεση φθόγγων σε λέξη (καραφλός αντί φαρακλός, αλυχτώ αντί υλαχτώ). 4. υπερβατό (βλ. λ. υπερβατός) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υπερβατός — ή, ό επίρρ. ά 1. εκείνος που μπορεί κανείς να τον διαβεί, ο διαβατός. 2. το ουδ. ως ουσ., υπερβατό συντακτικό σχήμα όπου μια λέξη με την παρεμβολή μιας ή περισσότερων λέξεων χωρίζεται από εκείνη με την οποία λογικά συνδέεται: Μεγάλη έπρεπε να του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)